- ομοιόμορφος
- -η, -ο (Α ὁμοιόμορφος, -ον)αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλοννεοελλ.1. (για κρυστάλλους) αυτός που παρουσιάζει στενές αναλογίες με άλλον στο κρυσταλλικό του πλέγμα και στις κρυσταλλικές του μορφές2. βιολ. (για όργανα) αυτός που ταυτίζεται με άλλον ως προς το μέγεθος και τη δομή3. το ουδ. ως ουσ. το ομοιόμορφοη ομοιομορφία4. φρ. φυσ. α) «ομοιόμορφη κίνηση» — κίνηση με σταθερή ταχύτηταβ) «ομοιόμορφο πεδίο» — διανυσματικό πεδίο που έχει σε όλα τα σημεία του την ίδια κατεύθυνση, την ίδια φορά και την ίδια ένταση.επίρρ...ομοιομόρφως και ομοιόμορφαμε ομοιόμορφο τρόπο, με ομοιομορφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homeomorph].
Dictionary of Greek. 2013.